- ανάβλεμμα
- τό1) взгляд вверх; 2) взгляд; άγριο το ανάβλεμμά της её взгляд выражает жестокость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάβλεμμα — looking up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάβλεμμα — το (Α ἀνάβλεμμα) κοίταγμα, βλέμμα προς τα επάνω νεοελλ. απλώς κοίταγμα, βλέμμα, ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλέπω. ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αναβλεμματίζω] … Dictionary of Greek
ανάβλεμμα — το, ατος το βλέμμα προς τα πάνω ή πίσω: Πριν φύγει του ριξε ένα ανάβλεμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβλεμμάτων — ἀνάβλεμμα looking up neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβλέμμασι — ἀνάβλεμμα looking up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβλέμματα — ἀνάβλεμμα looking up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβλέπω — (Α ἀναβλέπω) 1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω, 2. ανακτώ την όραση μου αρχ. ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλέπω. ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις] … Dictionary of Greek
αναβλεμματίζω — ἀναβλεμματίζω (Μ) [ἀνάβλεμμα] κοιτάζω … Dictionary of Greek
γλυκανάβλεμμα — το γλυκιά ματιά, γλυκοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + ανάβλεμμα. Η λ. μαρτυρείται το 1895 από τον Ι. Γρυπάρη στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
συννεφιαστός — ή, ό, Ν [συννεφιάζω] 1. αυτός που έχει την όψη, το σχήμα σύννεφου 2. σκυθρωπός, λυπημένος («τ ανάβλεμμά ντου προς αυτό συννεφιαστό γυρίζει», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek